- τρίπλευρο
- üç kenarlı
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
τρίπλευρο — το, Ν μαθ. βλ. τρίπλευρος … Dictionary of Greek
τετράπλευρο — Τέσσερα σημεία σε ένα επίπεδο, τοποθετημένα κατά μια ορισμένη τάξη, ώστε ανά 3 να μη βρίσκονται επί της αυτής ευθείας, ορίζουν ένα τ., δηλαδή το γεωμετρικό σχήμα που προέρχεται από τη συνένωση των σημείων αυτών με ευθείες. Στη στοιχειώδη όμως… … Dictionary of Greek
τρίπλευρος — η, ο / τρίπλευρος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει τρεις πλευρές («τρίπλευρα σχήματα») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το τρίπλευρο μαθημ. γεωμετρικό επίπεδο σχήμα με τρεις πλευρές, τρίγωνο αρχ. 1. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ τρίπλευρον το σφαιρικό τρίγωνο 2. (το ουδ … Dictionary of Greek
τρίγωνο — το 1. γεωμετρικό σχήμα με τρεις γωνίες και τρεις πλευρές, τρίπλευρο. 2. όργανο των σχεδιαστών σε σχήμα ορθογώνιου τριγώνου. 3. ξυλουργικό εργαλείο σε παρόμοιο σχήμα για εξακρίβωση δίεδρων γωνιών, η «γωνιά». 4. μεταλλικό μουσικό όργανο σε σχήμα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρίπλευρος — η, ο 1. που έχει τρεις πλευρές: Τρίπλευρος σχηματισμός του λόχου. 2. το ουδ. ως ουσ., τρίπλευρο το τρίγωνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρικαντό — το τρίκοχο, τρίπτυχο καπέλο από μαύρο ύφασμα με ανασηκωμένο το γείσο σε σχήμα τρίπλευρο και στολισμένο με φτερά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)